λεμβωδία

λεμβωδία
η
η βαρκαρόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβώδης. Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. barcarolle, και μαρτυρείται από το 1892 στο Πρόγραμμα Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεμβουχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λεμβούχους («λεμβουχικό άσμα» λεμβωδία) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λεμβουχικά η αμοιβή τού λεμβούχου για τη μεταφορά επιβατών, εμπορευμάτων ή αποσκευών με τη λέμβο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβοῦχος. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”